περίακτος

περίακτος
-η, -ο / περίακτος, -ον, ΝΜΑ [περιάγω]
αυτός που μπορεί να περιστραφεί γύρω από ένα κέντρο ή από έναν άξονα
αρχ.
1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περίακτοι
είδος μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για αλλαγή τών σκηνικών στο αρχαίο θέατρο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίακτον
έπαινος ο οποίος κατέληξε σε αποδοκιμασία
3. φρ. α) «περίακτα μηχανήματα» — πολεμικές μηχανές οι οποίες κινούνταν περιστροφικά για εξακόντιση βλημάτων
β) «περίακται μηχαναί» — ειδικά μηχανήματα για αλλαγή τού βασικού στο αρχαίο θέατρο
γ) «περίακτα ἀντλήματα» — τροχοειδεὶς αντλίες
δ) «περίακτος ὁδός» — ελικοειδής οδός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίακτος — turning on a centre masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίακτον — περίακτος turning on a centre masc/fem acc sg περίακτος turning on a centre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάκτοις — περίακτος turning on a centre masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάκτου — περίακτος turning on a centre masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάκτους — περίακτος turning on a centre masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάκτων — περίακτος turning on a centre masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίακτα — περίακτος turning on a centre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίακτοι — περίακτος turning on a centre masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”